- ολιγογράμματος
- και λιγογράμματος, -η, -ο (ΑΜ ολιγογράμματος, -ον)αυτός που αποτελείται από λίγα γράμματα («ολιγογράμματη επιγραφή»)νεοελλ.-μσν.αυτός που έμαθε λίγα γράμματα, ολιγομαθής, ημιμαθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + γράμμα, -ατος].
Dictionary of Greek. 2013.