ολιγογράμματος

ολιγογράμματος
και λιγογράμματος, -η, -ο (ΑΜ ολιγογράμματος, -ον)
αυτός που αποτελείται από λίγα γράμματα («ολιγογράμματη επιγραφή»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έμαθε λίγα γράμματα, ολιγομαθής, ημιμαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + γράμμα, -ατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγογράμματον — ὀλιγογράμματος composed of few letters masc/fem acc sg ὀλιγογράμματος composed of few letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογραμμάτου — ὀλιγογράμματος composed of few letters masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • λιγογράμματος — η, ο βλ. ολιγογράμματος …   Dictionary of Greek

  • Μενσικόφ, Αλεξάντρ Ντανίλοβιτς — (Aleksandr Danilovich Menshikov, περ. 1670 – Μπερέζοβο 1729). Ρώσος στρατιωτικός και πολιτικός. Αν και ήταν ταπεινής καταγωγής και ολιγογράμματος, ο Μ. εξελίχθηκε σε μία από τις γραφικότερες και πιο αξιοπερίεργες μορφές της ιστορίας της τσαρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”